αγριομούτσουνος
Смотреть что такое "αγριομούτσουνος" в других словарях:
αγριομούτσουνος — η, ο ο αγριόμορφος* … Dictionary of Greek
αγριομούτσουνος — η, ο άνθρωπος με άγριο πρόσωπο, αγριόμορφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)